-
1 ἐξ-απ-όλλῡμι
ἐξ-απ-όλλῡμι (s. ὄλλυμι), gänzlich vernichten, vertilgen; τὸν αἴτιον δ' ἐξαπολλὺς μόρου Aesch. Ch. 824; πατέρα τὸν ἀμὸν ἐξαπώλεσας Soph. El. 578, tödten; Eur. Tr. 1215 u. öfter. – Med., mit dem perf. II. ἐξαπόλωλα, daraus untergehen, verschwinden, Ἰλίου, aus Ilios, Il. 6, 60; κειμήλια δόμων 18, 290; ἠέλιος οὐρανοῠ Od. 20, 357; – gänzlich verschwinden, zu Grunde gehen, σπέρμαπάσης ἐξαπόλλυται χϑονός Aesch. Ag. 514; Her. 4, 173 u. Plut.
-
2 κτῆμα
κτῆμα, τό, das Erworbene, der Erwerb, das Eigenthum, Besitzthum, Vermögen; μή νύ τι σεῦ ἀέκητι δόμων ἐκ κτῆμα φέρηται Od. 15, 19; sonst bei Hom. nur im plur., gew. = κειμήλια, Schätze, Kostbarkeiten, die man im Hause aufbewahrt; δόμοις ἐν κτήματα κεῖται Il. 9, 382 Od. 4, 127; übh. das ganze Vermögen, κτήματα δαρδάπτουσιν 14, 92; διέλαχον σφυρηλάτῳ Σκύϑῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίαν Aesch. Spt. 799; παντὸς γένοιτ' ἂν κτήματος κρείσσων φίλος Soph. Phil. 669; ὅσῳ κράτιστον κτημάτων εὐβουλία Ant. 1037, öfter; ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις, 778, von Einigen erklärt = der du die Heerden befällst, nach Anderen Ggstz von ἔν τ' ἀγρονόμοις αὐλαῖς, der du die Reichen wie die Armen ergreifft; Eur. u. in Prosa überall; πολλὰ τάλαντα χρυσίου καὶ ἀργυρίου ἄγων καὶ ἄλλα κτήματα Xen. Cyr. 6, 1, 25; χρημάτων καὶ κτημάτων κτῆσις vrbdt Plat. Legg. V, 728 e; von Landgütern braucht es Xen. Oec. 20. 23, u. so Sp., z. B. Hdn. 2, 6, 5. Vom Gesinde, Sklaven, Arist. pol. 2, 4.
-
3 εκπεμπω
1) высылать, посылать(δῶρά τινι Her.; ναῦς καὴ πεζὰς στρατιάς, πρέσβεις, ἐκπέμπεσθαι ἐς Μυτιλήνην Thuc.; ἀμφοτέρους ὑπάτους Plut.)
ἀποικίας ἐ. Plat. — отправлять переселенцев, т.е. создавать колонии2) выделять, испускатьλαμπρὸν ἐ. σέλας Aesch. — испускать яркий свет;τὸ ὑγρὸν ἐ. Arst. — выделять влагу3) отсылать, выводить, увозить(τινὰ νεῶν, κειμήλια ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς, med. τινα δόμου θύραζε Hom.; τοὺς ἀχρείους Xen.; τοὺς παῖδας καὴ τὰς γυναῖκας ἐκ τῆς πόλεως Isocr.)
4) вызывать(τινὰ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν, med. τινα τῶν δωμάτων Soph.)
5) выносить(τὸν θανόντα δόμων Plut.)
6) вывозить, экспортировать(ὧν ἐπλεόναζον, med. τὰ πλεοναζοντα τῶν γιγνομένων Arst.)
7) удалять прочь, изгонять(τινὰ ἄτιμον, med. φυγάδας γῆς Soph.)
8) pass. умиратьοὐ στενακτὸς οὐδ΄ ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετο Soph. — он скончался без стонов и страданий
-
4 ἐξαπόλλυμι
II [voice] Pass., with [tense] pf. 2 ἐξαπόλωλα: [tense] aor. 2 ἐξαπωλόμην:—perish utterly out of, c. gen.,Ἰλίον ἐξαπολοίατ' Il.6.60
;ἐξαπόλωλε δόμων κειμήλια 18.290
;ἠέλιος δὲ οὐρανοῦ ἐξαπόλωλε Od.20.357
; : abs., perish utterly, Hdt.4.173, S.Fr. 236.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαπόλλυμι
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κτήμα — Επίσημη ονομασία της κυπριακής πόλης Πάφου μέχρι το 1971. Βλ. λ. Πάφος. * * * και χτήμα, το (AM κτῆμα) [κτώμαι] 1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι… … Dictionary of Greek